- πλατύρρις
- -ινος, ὁ, ἡ, Αβλ. πλατύρρινος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πλατύρρινος — η, ο / πλατύρρινος, ον, ΝΑ, και ως ουσ., πλατύρρις, ινος, ὁ, ἡ, Α αυτός που έχει πλατιά μύτη, ο πλατσομύτης νεοελλ. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι πλατύρρινοι ζωολ. ανθυπόταξη πιθήκων τού Νέου Κόσμου, σε αντιδιαστολή προς τους καταρρίνους τού Παλαιού … Dictionary of Greek
πλατύρρινας — πλατύρρῑνας , πλατύρρις broad nosed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)